μόνοζος

μόνοζος
μόνοζος, -ον (Α)
(για βλαστό) αυτός που έχει μόνο έναν όζο, ένα μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + ὄζος «κόμπος, μάτι βλαστού» (πρβλ. πέντ-οζος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • ՄՈՆԱԶՆ — (զնի, ից.) NBH 2 0296 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c գ. ՄՈՆԱԶՆ ՄՈՆՈԶՈՆ. Բառ յն. մոնա՛զօն, մօնօ՛զօն. որ եւ մօնա՛խօս. μονάζων, μονόζος, μοναχός monachus, religiosus. Մենակեաց. միայնակեաց. կրօնաւոր. աբեղայ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄՈՆՈԶՈՆ — (ի, աց.) NBH 2 0296 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c գ. ՄՈՆԱԶՆ ՄՈՆՈԶՈՆ. Բառ յն. մոնա՛զօն, մօնօ՛զօն. որ եւ մօնա՛խօս. μονάζων, μονόζος, μοναχός monachus, religiosus. Մենակեաց. միայնակեաց. կրօնաւոր. աբեղայ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”